-
1 солнечный
επ.1. ηλιακός•-ая погода ηλιοφάνεια•
-ая система ηλιακό σύστημα•
солнечный свет ηλιακό φως•
-ая энергия ηλιακή ενέργεια•
-се затемнение έκλειψη του ήλιου•
-ые ванны ηλιόλουτρο.
2. ευήλιος, ηλιόλουστος, ηλιοστά-λακτος, ηλιοφώτιστός•-ая комната ευήλιο δωμάτιο•
солнечный день ηλιόλουστη μέρα.
3. μτφ. εύ-χαρος, πρόσχαρος, ευφρόσυνος, άσμενος.εκφρ.солнечный удар – ηλίαση, ηλιοπληξία, σειρίαση•- ые часы – το ηλιακό ωρολόγι•- ое сплетение – το ηλιακό πλέγμα•- ая погода – καιρός αίθριος, με ηλιοφάνεια. -
2 компас
η πυξίδα, мор. о μπούσουλαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > компас